συναοιδά

συναοιδά
συναοιδός
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνωδία — η / συνῳδία, ΝΑ, και συναοιδία και συναοιδά Α [συνῳδός] νεοελλ. μουσική σύνθεση που εκτελείται συγχρόνως από πολλούς τραγουδιστές αρχ. 1. ωδική συμφωνία 2. μτφ. συναίνεση, συγκατάνευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”